- ἐπεμβάται
- ἐπεμβάτηςone mountedmasc nom/voc plἐπεμβάτᾱͅ , ἐπεμβάτηςone mountedmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεμβάτης — ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) [επεμβαίνω] 1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.) 2. ιππέας 3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» αυτοί που πατούν ανάλαφρα … Dictionary of Greek